- υπότριμμα
- -ίμματος, τὸ, Α [ὑποτρίβω]1. συν. στον πληθ. τὰ ὑποτρίμματαέδεσμα, σάλτσα ή στόλισμα κυρίως για ψάρια, φτιαγμένο από διάφορα υλικά και καρυκεύματα τριμμένα και ανακατεμένα, με πικάντικη γεύση (α. «τοῑσι ἰχθύσι ἑφθοῑσι ἐν ὑποτρίμμασι», Ιπποκρ.)2. φρ. α) «ὑποτρίμματα χλωρά» — σάλτσα ή σούπα από πράσινα χορταρικάβ) «βλέπων ὑπότριμμα»μτφ. με βλέμμα αγριεμένο (Αριστοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.